Ποιος κάνει διάγνωση αυτισμού;
Η έγκαιρη αναγνώριση των συμπτωμάτων του αυτισμού έχει μεγάλη σημασία διότι επιτρέπει την έγκαιρη και λεπτομερή αξιολόγηση ή παραπομπή του παιδιού, όταν κρίνεται απαραίτητο, για πρόσθετα διαγνωστικά μέτρα σε ιδρύματα δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης.
Η διάγνωση του αυτισμού γίνεται μετά από λεπτομερή παρατήρηση και εξέταση του παιδιού από μια διεπιστημονική ομάδα που συνήθως περιλαμβάνει παιδίατρο, παιδοψυχίατρο, ψυχολόγο, ειδικό παιδαγωγό-λογοθεραπευτή.
Δεν υπάρχει τεστ για τον αυτισμό, που να μπορεί να γίνει ως μέθοδος απεικόνισης ή με τη λήψη βιοχημικών αναλύσεων. Αντίθετα, η διάγνωση του αυτισμού βασίζεται στην παρατήρηση του τρόπου με τον οποίο το παιδί παίζει και επικοινωνεί με άλλους ανθρώπους και παιδιά, με βάση συζητήσεις με τους γονείς για την ανάπτυξη και λειτουργικότητα του παιδιού, καθώς και στη χρήση ειδικών εργαλείων αξιολόγησης του αυτισμού στα οποία εφαρμόζονται από επαγγελματίες κατόπιν σχετικής εκπαίδευσης (CARS, ADI- R, ADOS).
Οι επαγγελματίες του τομέα υγείας και η διεπιστημονική ομάδα θα αξιολογήσουν λεπτομερώς τις επικοινωνιακές δεξιότητες του παιδιού, την ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας, την ανάπτυξη των γνωστικών δεξιοτήτων, τις κοινωνικές δεξιότητες, τις δεξιότητες παιχνιδιού, καθώς και την κινητική ανάπτυξη του παιδιού.
Για τα παιδιά που επιβεβαιώνεται διαγνωστικά ότι έχουν αυτισμό, οι γονείς λαμβάνουν μια σαφή περιγραφή του πόσο σοβαρά είναι τα συμπτώματα, καθώς και πόσο και τι είδους υποστήριξη είναι απαραίτητη για το παιδί στο μέλλον.
Είναι απαραίτητο να συμπεριληφθεί το παιδί σε πρόγραμμα πρώιμης παρέμβασης, το οποίο ως μέτρο αναπτυξιακών δυνατοτήτων θα επικεντρωθεί στις περιοχές όπου εκδηλώνονται αποκλίσεις. Είναι σημαντικό να συμπεριλάβετε το παιδί σε τέτοια προγράμματα από τη στιγμή που θα παρατηρήσετε ότι υπάρχουν αποκλίσεις στην ανάπτυξη του και μέχρι τις τελικές διαγνώσεις οι οποίες μόλις πραγματοποιηθούν θα συνεχίσετε με τις συνιστώμενες παρεμβάσεις. Οι παρεμβάσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν ατομική εργασία με το παιδί, εκπαίδευση των γονέων για την ενίσχυση της ανάπτυξης του παιδιού στο σπίτι, συμβουλευτική γονέων, υποστήριξη για να συμπεριληφθεί/ενταχθεί το παιδί σε προσχολικό περιβάλλον.
Υπάρχουν διάφορα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν για να γίνει έγκαιρα διάγνωση, όπως: η μη αποδοχή των γονέων ότι υπάρχει πρόβλημα με το παιδί τους, καθυστερημένη παραπομπή από τον γιατρό/παιδίατρο, ανεπαρκώς εκπαιδευμένο προσωπικό, έλλειψη προσωπικού για τη διεξαγωγή έγκαιρων παρεμβάσεων.
Η έρευνα δείχνει ότι είναι δυνατό να γίνει έγκαιρη διάγνωση, ήδη από τους πρώτους 18 μήνες, και στη συνέχεια είναι απαραίτητο να ξεκινήσετε με πρώιμες παρεμβάσεις που έχουν αποδειχθεί ότι δίνουν τα καλύτερα αποτελέσματα στη βελτίωση των διαφόρων ικανοτήτων του παιδιού σε όλους τους τομείς της ανάπτυξης.